- εναγκώνιος
- ἐναγκώνιος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στον αγκώνα («εναγκώνιος φλέψ», Σωρ.)2. αυτός που έχει τη μορφή αγκώνα, ο όμοιος με αγκώνα, γωνιακός («ἐναγκώνιον σχῆμα τῆς χειρός», Μάρκελλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.